τρώγομαι

τρώγομαι
τρώγομαι, φαγώθηκα, φαγωμένος βλ. πίν. 222

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρώγομαι — τρώγω gnaw pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλληλοτρώγομαι — 1. (για ψάρια) τρώγω κάποιο και τρώγομαι από αυτό 2. βρίσκομαι σε διαμάχη, σε φιλονικία, σε αλληλοσπαραγμό με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + τρώγω ( ομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αλληλοφαγώ — ἀλληλοφαγῶ ( έω) (Α) (μόνο στον πληθυντικό) ἀλληλοφαγοῦμε τρώμε ο ένας τον άλλον τρώγω και τρώγομαι «ἀλληλοφαγοῦσι δὲ πάντες (οἱ ἰχθύες) πλὴν κεστρέως» (Αριστοτέλης). [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλληλοφάγος, βλ. ἀλληλοφάγοι] …   Dictionary of Greek

  • βιβρώσκω — (Α) Ι. 1. τρώγω, κατατρώγω II. ( ομαι) 1. τρώγομαι 2. (για δόντια) καταστρέφομαι, φθείρομαι 3. (για ψωμί) μουχλιάζω 4. καταβροχθίζομαι, αφανίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ήδη από την ομηρική εποχή μαρτυρούνται τύποι του θέματος του παρακμ. (βεβρωκώς,… …   Dictionary of Greek

  • ευλοκοπούμαι — εὐλοκοποῡμαι, έομαι (Α) τρώγομαι από σκουλήκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευλός + κοπούμαι τού κοπώ < κοπος < κόπτω] …   Dictionary of Greek

  • θοινώ — θοινῶ, άω (Α) [θοίνη] 1. (ενεργ. και μέσ.) τρώγω, κατατρώγω 2. παρέχω συμπόσιο, παραθέτω γεύμα, φιλεύω κάποιον 3. μέσ. (για πληγή) θοινῶμαι κατατρώγω, διαβιβρώσκω («σάρκα θοινᾱται», Ευρ.) 4. (παθ). τρώγομαι σε ευωχία, θυσιάζομαι …   Dictionary of Greek

  • λαχανεύω — (Α) [λάχανον] 1. φυτεύω λάχανα 2. μέσ. λαχανεύομαι μαζεύω λάχανα 3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.) β) τρώγομαι ως… …   Dictionary of Greek

  • περιβιβρώσκω — Α 1. κατατρώγω κάτι κυκλικά, δαγκώνω ολόγυρα 2. παθ. περιβιβρώσκομαι α) τρώγομαι γύρω γύρω β) κατατρώγομαι από πληγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βιβρώσκω «τρώω»] …   Dictionary of Greek

  • προβατεύω — Α [προβατεύς] 1. διατηρώ, εκτρέφω πρόβατα 2. βόσκω πρόβατα, είμαι ποιμένας προβάτων 3. παθ. προβατεύομαι βόσκομαι, τρώγομαι από πρόβατα …   Dictionary of Greek

  • σαρακιάζω — Ν [σαράκι] (αμτβ.) 1. (για ξύλο) τρώγομαι από σαράκι 2. μτφ. υποφέρω ψυχικά από μια αιτία που είναι άγνωστη στους άλλους, φθείρομαι, μαραζώνω 3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σαρακιασμένος, η, ο σαρακοφαγωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”